άπολις

άπολις
(Α ἄπολις, -ιδος κ. -εως κ. ιων. -ιος, -ι)
1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις
2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα
νεοελλ.
ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της
αρχ.
1. ο μη γνήσιος πολίτης
2. (για χώρα) ο δίχως πόλεις
3. φρ. «πόλις ἄπολις»
α) πόλη χωρίς πολίτες, τελείως ερημωμένη
β) πόλη χωρίς οργάνωση, χωρίς θεσμούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄπολις — without city masc/fem nom sg ἄπολις without city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλεις — ἄπολις without city masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἄπολις without city masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισι — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλισιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl (epic doric ionic aeolic) ἄπολις without city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολι — ἄπολις without city masc/fem voc sg ἄπολις without city fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπολιν — ἄπολις without city masc/fem acc sg ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλεσιν — ἄπολις without city masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδα — ἄπολις without city fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδας — ἄπολις without city fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλιδες — ἄπολις without city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”